- κωματώδης
- -ες (Α κωματώδης, -ῶδες) [κώμα]αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματοςνεοελλ.αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμα («κωματώδης κατάσταση»)αρχ.ληθαργικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωματώδης — lethargic masc/fem acc pl (attic epic doric) κωματώδης lethargic masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κωματώδης lethargic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αναφέρεται στο κώμα, ληθαργικός: Έπεσε σε κωματώδη κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωματώδει — κωματώδης lethargic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κωματώδης lethargic masc/fem/neut dat sg κωματώδεϊ , κωματώδης lethargic dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματώδη — κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κωματώδης lethargic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κωματώδης lethargic masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματῶδες — κωματώδης lethargic masc/fem voc sg κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματώδεα — κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κωματώδης lethargic masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματώδεις — κωματώδης lethargic masc/fem acc pl κωματώδης lethargic masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματωδέστεροι — κωματώδης lethargic masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματωδῶν — κωματώδης lethargic masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωματωδῶς — κωματώδης lethargic adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)